επιβατήριος

επιβατήριος
ἐπιβατήριος, -ον (AM) [επιβάτης]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιβατήρια
1. εγκαίνια ή αφιέρωση ναού
2. λόγοι και τελετές υποδοχής
αρχ.
θυσίες κατά την αποβίβαση από πλοίο
αρχ.
1. ο χρήσιμος για επιβίβαση, για ανάβαση («ἐπιβατήριοι μηχαναί», Ιώσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατήριον
γιορτή που γινόταν για την επιφάνεια θεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἐπιβατήριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατήριος — fit for scaling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατήριον — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem acc sg ἐπιβατήριος fit for scaling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιβατηρίοις — Ἐπιβατήριος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατηρίοις — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιβατηρίου — Ἐπιβατήριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατηρίου — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιβατηρίους — Ἐπιβατήριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατηρίους — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιβατηρίων — Ἐπιβατήριος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”