- επιβατήριος
- ἐπιβατήριος, -ον (AM) [επιβάτης](το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιβατήρια1. εγκαίνια ή αφιέρωση ναού2. λόγοι και τελετές υποδοχήςαρχ.θυσίες κατά την αποβίβαση από πλοίοαρχ.1. ο χρήσιμος για επιβίβαση, για ανάβαση («ἐπιβατήριοι μηχαναί», Ιώσ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατήριονγιορτή που γινόταν για την επιφάνεια θεού.
Dictionary of Greek. 2013.